- φράζει
- φράζωpoint outpres ind mp 2nd sgφράζωpoint outpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… … Hofmann J. Lexicon universale
απολίνωση — Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση… … Dictionary of Greek
επίφραγμα — το (Α ἐπίφραγμα) το φράγμα ενός ανοίγματος, ο φραγμός, το κάλυμμα, το πώμα νεοελλ. βοτ. ο υμένας που φράζει το άνοιγμα τής κάψας* μερικών βρυοφύτων αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφράγματα τὰ ὑπὸ τὸ στόμα» … Dictionary of Greek
επιγλωττίδα — Πτυχή από τένοντα πίσω από τη γλώσσα. Κρέμεται πάνω από την είσοδο στον λάρυγγα και προλαμβάνει την είσοδο σε αυτόν τροφής ή υγρών. επιγλωττίτιδα. Σοβαρή και ενίοτε μοιραία φλεγμονή της ε. (του ιστού που κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού και… … Dictionary of Greek
καλαφάτης — I Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ E’ (1041 42). Βλ. λ. Μιχαήλ. Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. II Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Πλοιοκτήτης και πλοίαρχος. Καταγόταν από τα Ψαρά και ήταν γιος πρόκριτου του νησιού. Πήρε… … Dictionary of Greek
κυψελίδα — Κηροειδής κίτρινη ύλη, η οποία βρίσκεται μέσα στα αφτιά. Ονομάζεται επίσης κυψελίτης ρύπος. Εκκρίνεται από τους κυψελιδοποιούς αδένες του δέρματος του έξω ακουστικού πόρου. Η κ. περιέχει στεαρίνη και ελαιοειδίνη, σάπωνες, άλατα και νερό και… … Dictionary of Greek
παγοθραυστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγοθραύστη, ο κατάλληλος για το σπάσιμο τών πάγων 2. το ουδ. ως ουσ. το παγοθραυστικό ναυτ. πλοίο με ειδική κατασκευή και εξοπλισμό, το οποίο έχει προορισμό να σπάει τον πάγο που φράζει ένα θαλάσσιο… … Dictionary of Greek
σιδεριά — η, Ν [σίδερο] σιδερένιο καγκελωτό κατασκεύασμα που χρησιμεύει για να φράζει πόρτες ή παράθυρα, σιδερένιο κιγκλίδωμα … Dictionary of Greek
στυπάγρα — η, Ν (λόγιος τ.) μικρό αγκιστροειδές εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή βύσματος που φράζει σωλήνα ή για την εξαγωγή τού στυππείου κατά την απογέμιση τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυπ(π) είο + άγρα (πρβλ. πυρ άγρα). Η λ.… … Dictionary of Greek